- δακτυλάτος
- -η, -οβλ. δαχτυλάτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μασουροδακτυλάτος — η, ο αυτός που έχει δάκτυλα λεπτά και μακριά σαν μασούρι («κόρη μασουροδακτυλάτη», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μασούρι + δακτυλάτος (< δάκτυλο + κατάλ. άτος)] … Dictionary of Greek